Σιδηρόπουλος: «Έφαγα μπουνιές, δέχθηκα απειλές, αλλά έφτασα στο Νο.1!»

Ο Τάσος Σιδηρόπουλος έδωσε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην ιστοσελίδα gazzeta.gr με αφορμή το γεγονός πως πριν λίγες μέρες έγινε ο διαιτητής με τις περισσότερες συμμετοχές στην πρώτη κατηγορία. Σε αυτήν αναφέρεται σε ολόκληρη την καριέρα του, τις καλές και τις κακές στιγμές, τις δυσκολίες που υπάρχουν στη ζωή ενός διαιτητή, την εποχή του VAR και λέει διάφορες ιστορίες, είτε θετικές, είτε αρνητικές.Ολόκληρη η συνέντευξή του:

– Είστε, πλέον, ο νούμερο 1 σε συμμετοχές στην πρώτη εθνική κατηγορία, πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι; «Ξεκίνησα ως ποδοσφαιριστής όπως οι περισσότεροι. Δεν ήμουν και τόσο καλός. ΄Ημουν όμως πάντα καλός δρομέας! Έπαιζα πάντα εξάρι, ήμουν πάντα ένα καλό τρεχαντήρι, ένας καλός κόφτης. Έπειτα έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις, μπήκα στην Ελληνική Αστυνομία και ήταν δύσκολο να τα συνδυάσεις μαζί αυτά. Μετά ήρθε η μετάθεση στη Ρόδο και ένας τραυματισμός στους χιαστούς, οπότε επόμενη ευκαιρία για να είσαι μέσα σε αυτό που αγαπάς ήταν η διαιτησία. Στην αρχή όπως όλοι, τοπικά, εφηβικά και στη συνέχεια ανεβαίνεις. Όσον αφορά το ρεκόρ δεν το παρακολουθούσα, δεν είμαι και καλός με τα νούμερα. Μου το έστειλε ένας συνάδελφος διαιτητής ότι είχα γίνει ο πρώτος σε συμμετοχές κάτι που υποδέχτηκα με χαρά, κάτι που μου έδωσε μια ώθηση να συνεχίσω να παίζω ακόμα περισσότερα παιχνίδια και να είναι ένα ρεκόρ που πολύ δύσκολα θα καταρριφθεί στο μέλλον. Διότι να πετύχεις κάτι τέτοιο ξεκινώντας από το τίποτα και να φτάνεις να είσαι ο νούμερο 1 σε συμμετοχές στη Super League, είναι κάτι το οποίο πολλοί θα ήθελαν το καταφέρουν».

– Είναι γνωστό ότι οι ποδοσφαιριστές έχουν πρότυπα, οι διαιτητές έχουν;«Σίγουρα έχουν! Στην ελληνική διαιτησία υπήρξαν στο παρελθόν μεγάλοι διαιτητές. Όμως ο μεγαλύτερος σύγχρονος και αυτός που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων στην Ελληνική διαιτησία είναι ο Κύρος Βασάρας! Όπως είπα πρόσφατα στην βράβευσή μου από τον ΠΣΑΠ για εμένα ο Κύρος αποτελεί λαμπρό πρότυπο! Είναι αυτός που με ανακάλυψε στα γήπεδα της Γ Εθνικής, αυτός που πίστεψε σε μένα και με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Ελπίζω και εύχομαι να μπορέσω να ακολουθήσω τα βήματα του και να τον κάνω περήφανο!»– Ποια θεωρείτε ότι είναι τα μεγαλύτερα προσόντα σας;Η αντοχή σίγουρα ήταν κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ στο ξεκίνημα μου, καθώς με βοήθησε να ξεφύγω από ένα γκρουπ διαιτητών γιατί πήγαινα στα τεστ και ξεχώριζα με τις επιδόσεις μου. Με βοήθησε σε πολλά παιχνίδια ώστε να βρίσκομαι κοντά στις φάσεις και να παίρνω κατά κύριο λόγο σωστές αποφάσεις. Με τον καιρό όμως και αποκτώντας εμπειρία είναι μια ικανότητα που την έχω και την χρησιμοποιώ μόνο όταν πρέπει».

-Τι ικανότητες πιστεύετε ότι πρέπει να έχει ένας σύγχρονος διαιτητής για να είναι σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο και να πετυχαίνει τους στόχους του; «Καταρχάς υπομονή και επιμονή, γιατί στη διάρκεια της καριέρας του θα υπάρξουν φορές που η απογοήτευση θα είναι τεράστια. Θα χρειαστεί εσωτερική δύναμη για να υπερπηδήσει εμπόδια. Όχι τόσο για τα διαιτητικά λάθη, όσο την ατμόσφαιρα που δημιουργείται γύρω από αυτά. Η σκληρή δουλειά είναι κάτι που πρέπει να υπάρχει σε καθημερινή βάση, με συνεχή παρουσία σε κομμάτια που είναι μέρος της ζωής σου, όπως η προπόνηση, διατροφή, διάβασμα και πολλά άλλα. Επειδή λείπεις πολύ καιρό μακριά από την οικογένειά σου, η οικογενειακή ηρεμία και γαλήνη –όπως και στους αθλητές- είναι επίσης πρωταρχικός παράγοντας επιτυχίας, να έχεις ανθρώπους που σε στηρίζουν και δεν σου αποσπούν την προσοχή σου από αυτό που κάνεις».

– Πώς προετοιμάζεται ένας διαιτητής πριν από έναν αγώνα;«Η προετοιμασία ενός αγώνα μπορεί να περιλαμβάνει πολλά. Τα δύo πιο βασικά κομμάτια στην καθημερινότητα ενός διαιτητή είναι η φυσική κατάσταση και η διατροφή. Όσον αφορά το πρώτο, όπως ένας ποδοσφαιριστής κάνει μια συγκεκριμένη προπόνηση πριν από κάθε παιχνίδι, έτσι και ένας διαιτητής θα πρέπει να κάνει την προπόνησή του με τον προπονητή-ες του, έτσι ώστε την ημέρα του αγώνα να βρίσκεται στην προπονητική του κορύφωση. Η διατροφή του θα πρέπει να είναι εφάμιλλη των ποδοσφαιριστών, γιατί δεν γίνεται ένας ποδοσφαιριστής να είναι γυμνασμένος και η εικόνα ενός διαιτητή να προκαλεί αν όχι γέλιο, σχόλια.Πλέον στη σύγχρονη εποχή παρέχονται αρκετά εργαλεία, είτε από τη Ομοσπονδία είτε από την UEFA. Websites που σου δίνουν πληροφορίες για τα στατιστικά, αναλύσεις για κάθε αγώνα που σε βοηθούν να καταλάβεις πάνω – κάτω τι θα συμβεί… όλα αυτά είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Υπάρχει βέβαια η παγίδα της υπερπληροφόρησης και υπερανάλυσης όπως συνέβη και σε μένα στα πρώτα χρόνια της πορείας μου το οποίο φυσικά μπορεί να γυρίσει εναντίον σου, ωστόσο με τον καιρό και την εμπειρία βρίσκεις μια ισορροπία. Αν όμως έχω να αντιμετωπίσω κάποια ομάδα για πρώτη φορά, στο Champions League για παράδειγμα, θα μελετήσω παραπάνω το επικείμενο παιχνίδι, ενώ αναφορικά με το δικό μας το Πρωτάθλημα (το οποίο παρακολουθώ), είναι πιο εύκολο.

– Τους γυμναστές, αλήθεια, ποιος τους πληρώνει; «Οι γυμναστές είναι δωρεάν. Υπάρχει ένα σύστημα από τη ομοσπονδία με τους εθνικούς και τοπικούς γυμναστές. Εγώ έχω δύο ανθρώπους, με τον έναν γυμναστή μου κάνω δύναμη και αποκατάσταση και με τον άλλον κάνω τη προπόνηση του γηπέδου, δηλαδή τη φυσική κατάσταση. Προσπαθώ να τα εξειδικεύω, γιατί όσο μεγαλώνω χρειάζομαι περισσότερο ποιότητα και όχι τόσο ποσότητα στην προπόνηση μου».

– Παρακολουθείτε παιχνίδια συναδέλφων σας ή βλέπετε μόνο τα δικά σας; «Συνήθως αγώνες live δεν παρακολουθώ 90 λεπτά γιατί μου είναι δύσκολο από άποψη χρόνου, αλλά αν ένα παιχνίδι παρουσιάσει πολλές διαιτητικές φάσεις θα καθίσω μετά και θα τις παρακολουθήσω. Θα προσπαθήσω να πάρω τα καλά στοιχεία και να τα ενσωματώσω στο δικό μου παιχνίδι, όπου και όποτε είναι εφικτό. Η UEFA, αλλά και η ομοσπονδία με τον κ. Κλάτενμπεργκ αυτό που προσφέρει είναι μια πλατφόρμα που έχουν ανεβάσει κάποιες φάσεις-από διάφορους αγώνες- ή θα τεθούν κάποιες αμφισβητούμενες φάσεις σε διαβούλευση που επιθυμούν να λάβουν κάποιο feedback από τους διαιτητές».

-Πόσο δύσκολο πιστεύετε ότι είναι για κάποιον να γίνεται επαγγελματίας διαιτητής στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Υπάρχει κάπου ιδανικό περιβάλλον και καθεστώς; «Η επαγγελματική διαιτησία είναι κάτι που συζητείται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα, πόσω μάλλον με την έλευση του κ. Κλάτεμπεργκ. Αυτό όμως δεν εξαρτάται μόνο από την ομοσπονδία, διότι δεν έχει σημασία μόνο η πρόθεση και η θέληση αλλά και το κόστος, αναλογιζόμενοι και τη δύσκολη εποχή που ζούμε. Η δουλειά του επαγγελματία διαιτητή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημαίνει ότι πληρώνεσαι επαγγελματικά. Αν δεν την κάνεις επαγγελματικά αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να σταθείς σε αυτό το υψηλό επίπεδο. Οπότε ενώ δουλεύουμε επαγγελματικά -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- πολλές φορές δεν πληρώνεσαι στο αντίστοιχο επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αμοιβή που παίρνουμε είναι μικρή, αλλιώς δεν θα το κάναμε! Επαγγελματική διαιτησία σημαίνει, μεγαλύτερη προσοχή, περισσότερα σεμινάρια, άλλες συνθήκες και πιστεύω ότι στην Ελλάδα φτάνει το πλήρωμα του χρόνου γι’ αυτό το επίπεδο».-Όταν λέτε ότι λόγω του κ. Κλάτενμπεργκ υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να κινηθούν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, εννοείτε ότι έχει συζητηθεί το θέμα;«Υπάρχει μια ζύμωση για το θέμα, το έχει πει ο κ. Κλάτενμπεργκ σε μια από τις τηλε-διασκέψεις μας ότι σκοπός του είναι να φέρει την επαγγελματική διαιτησία στην Ελλάδα, προφανώς προερχόμενος ο ίδιος από μια χώρα όπου υπάρχει αυτό. Το θέμα είναι να παρουσιάσει το πλάνο του και να δούμε κατά πόσο αυτό είναι εφαρμόσιμο στη χώρα μας».

– Όταν ξεκινάει ένας διαιτητής ποια είναι τα κίνητρα που μπορεί να έχει; «Η αρχή συνήθως γίνεται όταν υπάρχει κάποιος μέσα από την οικογένεια σχετικός με το χώρο, η αν είσαι αθλητής και υπάρξει κάποιος τραυματισμός οπότε –όπως και εγώ- αναγκαστείς να το δεις από μια άλλη οπτική γωνία. Επίσης μπορεί να είναι στην αρχή για βιοποριστικούς λόγους, για συμπλήρωμα στο βασικό σου μισθό. Από εκεί και πέρα το δύσκολο είναι να παραμείνεις στο χώρο γιατί υπάρχουν στάδια τα οποία είναι δύσκολα».

-Υπάρχει σε όλο αυτό ένα κομμάτι μαζοχισμού; Γιατί ειδικά στην Ελλάδα όλοι λένε ότι για να γίνεις διαιτητής πρέπει να είσαι μαζόχας; «Προφανώς δεν είμαστε μαζόχες και θα σας εξηγήσω τι εννοώ… Στο πρώτο μου ταξίδι ευρωπαϊκό σαν διαιτητής σ’ ένα τουρνουά στη Γαλλία U17, πηγαίνω με τον βοηθό μου κ. Ευθυμιάδη. Εχοντας πολλές ώρες στάση στη Βαρκελώνη πάμε στο Καμπ Νου για να κάνουμε το τουρ του γηπέδου. Βλέποντας από τα σκαλιά της καταπακτής αυτό το απίστευτο στάδιο είπαμε ότι κάποια μέρα θα θέλαμε να παίζαμε εδώ. Όταν μετά από χρόνια πήγα και είχα απέναντί μου παίκτες όπως ο Σουάρες και ο Μέσι… αναπολείς αυτό που είχες σκεφτεί τότε και λες «να, τα κατάφερα!». Φτάνοντας σε ένα υψηλό επίπεδο με τη διαιτησία, γνωρίζεις καταστάσεις, πηγαίνεις σε γήπεδα που πολλοί θα ήθελαν να πάρουν έστω ένα μικρό κομμάτι από αυτή την πίτα. Αν είναι μαζοχισμός αυτό, τότε ίσως να μπορώ να δεχτώ τον χαρακτηρισμό!»

-Για τους διεθνείς διαιτητές το καταλαβαίνω, για τους υπόλοιπους όμως; Είναι τελικά τα ευρωπαϊκά παιχνίδια το μεγαλύτερο κίνητρο για έναν Ελληνα προκειμένου να αποφασίσει να προσπαθήσει για να κάνει καριέρα ως διαιτητής; «Διαφωνώ σε αυτό το κομμάτι, γιατί δεν διαχωρίζω τον ποδοσφαιριστή από τον διαιτητή. Οι διαιτητές, που είναι μέρος του παιχνιδιού, από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν και αυτοί, όπως και οι παίκτες. Ενώ μπορεί να παίζουν στο τοπικό πρωτάθλημα ονειρεύονται να φτάσουν σε αυτό το υψηλό επίπεδο. Μπορούν να το κάνουν, σίγουρα χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια, υπομονή και δουλειά! Δεν διαχωρίζω διεθνείς – μη διεθνείς διαιτητές. Όλοι ονειρεύονται να ανέβουν ψηλά σκαλοπάτι – σκαλοπάτι. Ακόμα και οι διεθνείς διαιτητές από κάπου ξεκίνησαν, από τα εφηβικά!».

– Αναφερθήκατε στις δύσκολες στιγμές που πιθανόν να αντιμετωπίσει ένας διαιτητής στην καριέρα του, μπορείτε να μας πείτε κάποιες στη δική σας επαγγελματική πορεία; «Η επίθεση στον Άγιο Κοσμά πριν από πολλά χρόνια ήταν μια δύσκολη στιγμή. Προσπαθούν να σε λυγίσουν, να σε κάνουν να φανείς αδύναμος και εσύ πρέπει να το ζυγίσεις μέσα σου. Είτε θα πέσεις στην παγίδα τους είτε θα γίνεις πιο δυνατός για να συνεχίσεις. Είναι μια δύσκολη απόφαση γιατί βρίσκεσαι πολλές φορές σε ένα χώρο και αναρωτιέσαι αν αξίζει ή όχι. Για εμένα τη δεδομένη στιγμή-γιατί υπάρχουν διάφορες στιγμές- πίστευα ότι άξιζε. Γιατί εκείνη την περίοδο είχα παίξει στο EURO νέων, είχα παίξει ένα τελικό πανευρωπαϊκό και έλεγα στον εαυτό μου ότι άξιζε να κοιτάξω μπροστά και να συνεχίσω.Μια άλλη δύσκολη στιγμή ήταν τα απειλητικά μηνύματα πριν από αγώνα τα οποία έχουν καταγραφεί, έχουν γίνει οι ανάλογες μηνύσεις, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις δεν βρίσκεται ποτέ κάποιος… Εκείνη η περίοδος ήταν γενικά ένα δύσκολο διάστημα, αν όχι διαιτητικά, σίγουρα προσωπικά, με όλη αυτή την επίθεση που δεχόμουν μέσω της τηλεόρασης εκείνη την περίοδο. Παρόλα αυτά έλεγα στον εαυτό μου ότι θα δουλέψω και θα τους αποδείξω ότι έχουν κάνει λάθος, το οποίο φάνηκε ότι μετά από εκείνο το διάστημα των περίπου 2 ετών που ήταν πολύ δύσκολο, αποδείχθηκε ότι προφανώς κάτι έκανα καλό, και ήρθε και η επιτυχία του EURO 2016 και μετά στην Ελλάδα ήμουν αποδεκτός στα ντέρμπι».

-Μπορείτε να εξηγήσετε στον κόσμο τι είχε συμβεί στον Άγιο Κοσμά το 2011; «Είχαμε τα τεστ που κάνουμε κάθε χρόνο, ήμουνα από τους τελευταίους καθώς οι διεθνείς διαιτητές έχοντας τα υψηλότερα όρια έπρεπε να τρέξουν τελευταίοι. Βγαίνοντας λοιπόν από τα αποδυτήρια, υπήρχαν στο χώρο κάποιοι άνθρωποι που κακώς δεν μας κίνησαν τις υποψίες γιατί συνήθως δεν υπάρχει κανένας. Ήρθαν από πίσω που και μου έριξαν μια μπουνιά και μετά ανέβηκαν σε ένα μηχανάκι και έφυγαν. Ο Ηλίας ο Σπάθας τους κυνήγησε με το δικό του μηχανάκι και εκείνοι κάπου χάθηκαν. Πήραμε την πινακίδα, η υπόθεση παρόλα αυτά δεν προχώρησε και η δικαιοσύνη γνωρίζει καλύτερα γιατί συνέβη αυτό».

-Ποια η σχέση σας με την αστυνομία και πως σας έχει βοηθήσει; «Επειδή είμαι αστυνομικός, και είμαι υπερήφανος γι’ αυτή μου την ιδιότητα. Η Ελληνική αστυνομία έχει σταθεί στο πλευρό μου όλο αυτό το διάστημα. Αρχικά βοηθώντας με να αποκτήσω αυτή την προσωπικότητα την οποία χρειάζεται ένας διαιτητής, χρησιμοποιώντας εξουσία με την καλή έννοια και όχι με την κακή. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν με το λάθος τρόπο… Με έμαθε, λοιπόν, να διαχειρίζομαι τις δυο πλευρές μέσα και έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Έτσι μπορώ να κάνω περήφανη όχι μόνο την ελληνική διαιτησία αλλά και την Ελληνική αστυνομία. Βρίσκομαι στη Ρόδο, στο τμήμα των εγκληματολογικών ερευνών, είναι ένα τμήμα που μου αρέσει-αν και το πρώτο διάστημα ήταν δύσκολο- και ανακατεύεται με πολλά που αρκετοί δεν θα ήθελαν να δουν… Σαν αστυνομικός το παν είναι να βοηθήσεις τον κόσμο. Το εγκληματολογικό τμήμα ερευνών δεν σημαίνει ότι ασχολείσαι μόνο με μια αυτοκτονία, μια δολοφονία… Είναι και μια απλή κλοπή που πρέπει να πας να εξιχνιάσεις και όταν το κάνεις βλέπεις τη χαρά του κόσμου στο πρόσωπό του και αυτό σε ‘γεμίζει’ πάρα πολύ».

-Η ιστορία με τα απειλητικά τηλεφωνήματα; «Ήταν πριν από ένα ντέρμπι Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός, έγινε ο ορισμός, ήμουν στη δουλειά και κατευθείαν μου ήρθαν απειλητικά μηνύματα στο κινητό μου, όπως «πρόσεχε». Απειλητικά μηνύματα και για την οικογένειά μου… Τη δεδομένη στιγμή χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Γιατί δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι τόσο έντονο και πιεστικό, με είχε αρρωστήσει όλη αυτή η κατάσταση. Έκανα την επίσημη καταγγελία, προσπάθησα να το βγάλω από το μυαλό μου και να το ξεχάσω, να πάω με καθαρό μυαλό στο παιχνίδι, ευτυχώς το παιχνίδι πήγε πάρα πολύ καλά. Όλα αυτά γίνονται για να σε επηρεάσουν. Προσωπικά στον αγώνα δεν επηρεάστηκα, αλλά εκείνη την περίοδο μου είχε στοιχίσει όλη αυτή η κατάσταση, γιατί ήταν η κορύφωση μιας διαδρομής προς το πρόσωπό μου εκείνη την περίοδο την οποία θεωρούσα λίγο άδικη. Δεν λέω ότι δεν κάνω λάθη, αλλά τη δεδομένη στιγμή τη θεωρούσα άδικη».

-Πιστεύετε ότι αφού ξεπεράσατε το συγκεκριμένο γεγονός, τελικά σας βοήθησε να θωρακιστείτε και να έρθουν τα πράγματα πιο ομαλά στην εξέλιξή σας εν συνεχεία; «Μετά από εκείνο το στάδιο ‘λύθηκα’. Ειδικά τα πρώτα χρόνια στη Super League ήταν δύσκολα γιατί προσπαθούσα να μη κάνω λάθη και μερικές φορές η υπερπροσπάθεια σε οδηγεί σε αυτά. Η διαιτησία είναι και κάτι που μαθαίνεται, δεν είναι απλά ‘μαθαίνω έναν κανονισμό και παίζω δυο παιχνίδια’. Είναι πώς θα μανατζάρεις ένα παιχνίδι, τους παίκτες, πώς θα αποδώσεις δικαιοσύνη με τον καλύτερο τρόπο. Το θέμα της εμπειρίας το βλέπω ακόμα και σε μένα, υπάρχει διαφορά στον εαυτό μου ακόμα και συγκριτικά με το πώς σφύριζα πριν από δυο – τρία χρόνια».

-Χειρότερες και καλύτερες συμπεριφορές που θυμάστε στην Ελλάδα, σε έντονα παιχνίδια που να είχαν βαρύτητα; «Στην Ελλάδα οι απαιτήσεις από έναν διαιτητή είναι υψηλές. Πραγματικά ο διαιτητής προσπαθεί να κάνει καλή δουλειά, αλλά όταν οι ποδοσφαιριστές αισθανθούν ότι μπορεί να αδικηθούν στο παραμικρό –που μπορεί να έχουν και δίκαιο- δεν εκτιμούν το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε για το καλύτερο. Μια απόφαση εναντίον σου δεν σημαίνει ότι είναι και λάθος! Υπάρχουν και ομάδες που είναι πολύ φιλικές όπως αυτή του ΟΦΗ σήμερα, η οποία πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για όλο τον κόσμο και το βλέπεις όχι μόνο προς τους διαιτητές αλλά και προς τις ομάδες από τα διάφορα βίντεο, την υποδοχή των ομάδων στην Κρήτη… Πιστεύω ότι τελικά αυτό είναι το ποδόσφαιρο, δεν έχουμε να χωρίσουμε και τίποτα, ένας αγώνας 90 λεπτών αγώνας είναι. Είναι σπάνιο να έρθουν μετά από ήττα να σου δώσουν συγχαρητήρια οι ηττημένοι- είναι ελάχιστες οι ομάδες που χάνουν και το κάνουν. Συνήθως έρχονται και μαζεύονται μπροστά σου και διαμαρτύρονται ή ζητάνε κάτι παραπάνω γιατί είτε έτσι τους βολεύει επικοινωνιακά, είτε γιατί απλά αισθάνονται αδικημένοι και φωνάζουν».

-Υπάρχουν λάθη που τα σκέφτεστε τώρα και έχετε μετανιώσει; «Αρχικά αυτό που με ενδιαφέρει όταν κάνω λάθη είναι να μην επηρεάσω το τελικό αποτέλεσμα. Αν το λάθος δεν έχει επηρεάσει το αποτέλεσμα, μπορώ να πω ότι νιώθω ανακούφιση. Αν ένα λάθος επηρεάσει το αποτέλεσμα, τότε είναι πολύ δύσκολο… Προφανώς και στους αγώνες μπορεί να γίνουν λάθη. Ενα λάθος πέναλτι, μια κόκκινη κάρτα που είναι – δεν είναι… Το λάθος που έκανα με την Manchester City τότε, με άλλαξε πολύ σαν διαιτητή γιατί ήταν η απαρχή για να ανέβω ακόμα ψηλότερα.Πηγαίνοντας 2-3 εβδομάδες πίσω από εκείνο το παιχνίδι στο Μάντσεστερ… Πρώτο παιχνίδι μου στο Champions League, Αθλέτικ Μπιλμπάο – Σαχτάρ. Διαιτητής πρώτης κατηγορίας, που σημαίνει ότι μπαίνεις σε ένα γκρουπ διαιτητών που μπορούν να ανελιχθούν… Οpening στο Σαν Μαμές, στο Champions League, στο καινούριο γήπεδο, με πάρα πολύ καλή διαιτησία, αμέσως αμέσως τα μυαλά πήραν λίγο αέρα. Στον επόμενο αγώνα λοιπόν με τη Manchester City (που αντιμετώπιζε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας) υπήρχε μια χαλαρότητα, όχι τόσο ως προς την προετοιμασία αλλά ως προς τη συμπεριφορά μας. Με κινητά μέσα στα αποδυτήρια, με τέτοια πράγματα… Επειδή είχαμε πάει πολύ καλά στο προηγούμενο παιχνίδι, πιστεύαμε ότι θα πηγαίναμε πολύ καλά και σ’ εκείνο. Οπότε, αρχίζουν οι αποφάσεις: κόκκινη κάρτα στη City (Τουρέ) δεύτερη κόκκινη κάρτα (Γιόβετιτς), σωστές αποφάσεις, και η διαιτητική ομάδα παίρνει ψυχολογία… Να όμως που γίνεται το λάθος και ‘χάνουμε’ τον παίκτη. Αντί να αποβάλλουμε τον σωστό (Βέρνμπλουμ) βγάζουμε κίτρινη σε κάποιον άλλο (Ιγκνασέβιτς), δεν αποβάλλεται ο παίκτης που έπρεπε να αποβληθεί και εκεί χάθηκε η ισορροπία και το παιχνίδι. Διαμορφώθηκε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και ειδικά στις αγγλικές ομάδες είναι μεγαλύτερη η πίεση. Αυτό το λάθος όμως με έκανε να αναθεωρήσω και να αλλάξω τον τρόπο που θα προετοιμάζομαι και θα συμπεριφέρομαι πριν από κάθε παιχνίδι-πιο επαγγελματικά- και να βλέπω το κάθε ματς ξεχωριστά, είτε ως καλή απόδοση είτε ως κακή».

– Ο VAR ήρθε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια. Πιστεύετε ότι βοηθάει στη ροή του αγώνα; Και αν ναι, με πoιο τρόπο; «Το VAR μπορεί να βοηθήσει έναν διαιτητή σε πάρα πολλά κομμάτια σύμφωνα πάντα με το πρωτόκολλο, όσον αφορά στο μάνατζμεντ του παιχνιδιού. Είναι ένα φανταστικό εργαλείο, γιατί κατά πρώτο λόγο έφερε ακόμα μεγαλύτερη δικαιοσύνη στις αμφισβητούμενες φάσεις, και αν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι υπερόπλο στα χέρια του διαιτητή. Οσο μπορεί να φέρει δικαιοσύνη, γιατί πάντα υπάρχουν και γκρίζες ζώνες. Στο τέλος της μέρας αυτό που σώζει έναν διαιτητή είναι οι τίτλοι. Αυτό που θα διαβάσετε στην κριτική του αγώνα. Ποτέ δεν μένει αρνητικό πρόσημο. Είναι διαφορετικό να διαβάζεις έναν τίτλο «σωστά έδωσε ο διαιτητής πέναλτι, με την χρήση VAR». Αυτός ο τίτλος ήδη έχει δώσει ένα θετικό μήνυμα στον αναγνώστη για τον διαιτητή, εν αντιθέσει με τον τίτλο «Λάθος πέναλτι έδωσε ο διαιτητής, τον διόρθωσε ο VAR» Ο VAR μπορεί να βοηθήσει τον διαιτητή σε πάρα πολλά κομμάτια, να κινείται λίγο μέσα – λίγο έξω από το πρωτόκολλο για το μάνατζμεντ του παιχνιδιού».

– Νούμερο 1 στους αγώνες είναι πλέον ο διαιτητής ή ο VAR; Ο VAR δεν είναι ο βασιλιάς. Mπορεί να γίνει, αλλά αυτό θα σημαίνει ότι έχεις έναν αδύναμο διαιτητή. Καταρχάς, σύμφωνα με τον κανονισμό, ο διαιτητής αποφασίζει και έχει την τελική άποψη. Ο VAR μπορεί να αποφασίσει μόνο στις αντικειμενικές φάσεις όπως για ένα πέναλτι μέσα ή έξω από τη μεγάλη περιοχή, για ένα οφσάιντ…Γιατί τότε θα έρθει ο διαιτητής μπροστά από μια οθόνη για να το δει και να κρίνει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, γιατί η τεχνολογία είναι αυτή που τελικά μιλάει εκεί. Στις υποκειμενικές φάσεις όμως, ο διαιτητής είναι εκείνος που αποφασίζει και έχει και τον τελικό λόγο. Ο VAR δεν είναι κάτι άλλο από ένας βοηθός μέσω της τεχνολογίας. Οπως είναι ο τέταρτος διαιτητής στο γήπεδο, ο VAR είναι μέσα στο Video Operation Room και σε βοηθάει μέσω της τεχνολογίας, τίποτε άλλο. Όταν υπάρχει διαιτητής με ισχυρή προσωπικότητα, ο VAR είναι πιο κάτω. Οταν ισχύει το αντίστροφο, ο VAR είναι πιο πάνω. Πρέπει να βρεθεί κάποια ισορροπία και εκεί για να υπάρχει καλύτερη συνεργασία».

-Στην Ελλάδα φέτος πού βρισκόμαστε σ’ αυτή την ισορροπία που περιγράφετε; «Επειδή άλλαξε φέτος η ΚΕΔ, θεωρώ ότι άλλαξε και η νοοτροπία προς το καλύτερο. Στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς το σκεπτικό του κ. Κλάτενμπεργκ και υπήρχαν κάποια προβλήματα. Από ένα διάστημα και μετά όμως, ήταν σαν ο προπονητής μας, που μας κοουτσάρει εβδομάδα με την εβδομάδα. Δεν είναι ένας ξένος… Είναι σαν να έρχεται ένας καινούριος προπονητής σε μια νέα ομάδα και να θέλει να εμφυσήσει στους παίκτες την νοοτροπία του παιχνιδιού που θέλει για να γίνουμε καλύτεροι. Το πρώτο διάστημα δεν το είχαμε καταλάβει, όμως από τον Δεκέμβριο και μετά είχαμε πάρει το μήνυμα, η ουσία του παιχνιδιού που ήθελε ο κ. Κλάτενμπεργκ έγινε βίωμα για τους διαιτητές και η διαιτησία έγινε πολύ καλύτερη. Τα παιχνίδια κυλούν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα πλέον. Πάντα θα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και συζητήσιμες φάσεις. Βλέπετε ότι ακόμα και οι τηλε-κριτικοί μερικές φορές διαφωνούν παρότι έχουν το πλεονέκτημα τόσων reply. Πιστεύω ότι το τελευταίο διάστημα κινούμαστε σε πάρα πολύ καλά μονοπάτια και το επόμενο διάστημα τα αποτελέσματα θα είναι ακόμα καλύτερα».

Ποιος είναι ο πυρήνας της λογικής του κ. Κλάτενμπεργκ, για να την καταλάβει και ο φίλαθλος κόσμος… «Αρχικά ο κ. Κλάτενμπεργκ εστιάζει στον διαιτητή γιατί αυτός είναι που παίρνει τις αποφάσεις. Αυτό που ίσως ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει, είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη-αν όχι την πρώτη- χώρα σε κίτρινες κάρτες στατιστικά στην Ευρώπη. Βλέποντας αυτό ο κ. Κλάτενμπεργκ ο οποίος προέρχεται και από μια χώρα όπου δύσκολα βγάζουν κίτρινες κάρτες θέλησε κατευθείαν να το διορθώσει. Η κίτρινη κάρτα είναι ένα όπλο για να βοηθήσει τον διαιτητή, την κατάλληλη στιγμή να μανατζάρει τον αγώνα. Θα διαπιστώσετε λοιπόν σύμφωνα με τα στατιστικά, ότι το τελευταίο διάστημα βγαίνουν μόνο οι απαραίτητες κίτρινες κάρτες, έτσι ώστε να βοηθούν τη ροή του παιχνιδιού. Επίσης όσον αφορά τα φάουλ, στην Ευρώπη ένας αγώνας έχει μέσο όρο τα 25, ενώ στη Ελλάδα είχαμε 40-45 σφυρίγματα φάουλ ανά αγώνα, οπότε αυτό δεν βοηθάει καθόλου στο ρυθμό του παιχνιδιού. Το τελευταίο διάστημα οι διαιτητές παίζουν καλύτερα, λιγότερα φάουλ, λιγότερες κάρτες, και βοηθούν στον κοινό στόχο, δηλαδή να έχουμε καλύτερο ποδόσφαιρο, να μην έχουμε αργό ρυθμό. Να έχουμε περισσότερο καθαρό χρόνο, περισσότερες ευκαιρίες, περισσότερα γκολ, αυτό που θέλουμε όλοι. Στο κομμάτι του VAR η παρεμβατικότητα ήταν λίγο παραπάνω , αλλά ακόμα και στην UEFA η γραμμή είναι λεπτή και είναι κάτι που προσπαθούμε συνεχώς να βελτιώσουμε. Θέλουμε ο VAR να επεμβαίνει μόνο για τα μεγάλα λάθη κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Μόνο γι’ αυτά που αν το δούμε θα πούμε «πωω, τι δεν έδωσε!». Όταν κάτι είναι στην περιοχή του «γκρίζου», ο VAR πρέπει να το αφήνει απέξω».

– Σας αρέσει περισσότερο να είσαι VAR ή διαιτητής; «Διαιτητής. Παρόλο που η πρώτη μου επαφή με το VAR ήταν πολύ πριν την έλευσή του στην Ελλάδα και γίνει γενικώς γνωστό, στο Παγκόσμιο της Κορέας».-Ποια είναι η θέση του βοηθού μετά την εμφάνιση του VAR;«Ο βοηθός είναι εκεί για να διαβάζει το παιχνίδι και να βοηθάει τον διαιτητή. Δεν είναι μόνο για τα οφσάιντ. Έχει μια περιοχή ευθύνης μπροστά του, όλα τα φάουλ… μπορεί να βοηθήσει σε πολλά πράγματα. Επίσης είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να βοηθήσει τον διαιτητή στο μάνατζμεντ του αγώνα».

-Πιστεύετε ότι με τα χρόνια θα αλλάξει η χρήση του VAR; Θα πάμε σε λιγότερη χρήση; Θα υπάρξουν κι άλλες τεχνολογικές λύσεις που θα βοηθήσουν για τη ροή του παιχνιδιού; «Νομίζω ότι φτάνουμε στο όριο με όλα αυτά που ακούγονται. Θα χαθεί η ομορφιά του ποδοσφαίρου και οι ποδοσφαιριστές δεν θα έχουν πλέον την ελευθερία και θα περιμένουμε για όλα να αποφασίσει ένα ρομπότ. Έχω την αίσθηση ότι στο ποδόσφαιρο ο ανθρώπινος παράγοντας και το συναίσθημα είναι αυτά που έχουν αξία. Έχει χαθεί λίγο η μαγεία, δηλαδή έχουμε φτάσει στο σημείο οι ποδοσφαιριστές όταν σκοράρουν να κοιτούν το βοηθό, δεν ξέρουν αν θα πανηγυρίσουν ή όχι. Κινούμαστε στα όρια… μετά δεν θα είναι ποδόσφαιρο αλλά κάτι διαφορετικό».

-Υπάρχουν πολλοί που έχουν τις ενστάσεις τους όσον αφορά το VAR για τον ρυθμό του αγώνα. Και παίκτες και προπονητές. Μήπως τελικά είναι όλα θέμα συνήθειας και μετά από δύο χρόνια έχουμε ξεχάσει το… παλιό ποδόσφαιρο; «Πιστεύω ότι ο VAR θα πρέπει να είναι μόνο για τα σημαντικά, γιατί ο ρυθμός του παιχνιδιού όντως χάνεται σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχουν άχαροι παίκτες και ποδοσφαιριστές που περιμένουν να παρθεί μια απόφαση κάποιες φορές και από χιλιόμετρα μακριά, συνεπώς χάνεται και η ομορφιά του ποδοσφαίρου.Αν το ποδόσφαιρο είναι δίκαιο; Νομίζω ότι η ομορφιά του ποδοσφαίρου είναι η συζήτηση που γίνεται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον αγώνα. Δεν είναι μπάσκετ το ποδόσφαιρο, γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ. Προφανώς θα γίνει όσο πιο δίκαιο μπορεί να γίνει, αλλά ποτέ δεν θα είναι 100% δίκαιο γιατί στο VAR υπάρχουν άνθρωποι που κρίνουν αποφάσεις και φάσεις που είναι υποκειμενικές, ανάλογα με τη λήψη και την προοπτική που το κοιτάς».

-Τι σημαίνει ότι ο διαιτητής είναι μάνατζερ; «Ο κανονισμός έχει 17 άρθρα, που αν κάποιος τα διαβάσει θα καταλάβαινε ότι με τόσες λεπτομέρειες που έχει, θα έπρεπε σε κάθε αγώνα να δίναμε 30 κίτρινες κάρτες που σημαίνει ότι οι μισοί παίκτες θα έπρεπε να είναι έξω! Σε ένα ματς μπορεί να γίνουν και εκατό σπρωξίματα στα κόρνερ, πρέπει να δώσω εκατό πέναλτι; Ο διαιτητής πρέπει να βρει και να κρίνει ποια πρέπει να σφυρίξει και ποια όχι. Και δεν λέμε για τα ξεκάθαρα. Μιλάμε για τις συζητήσιμες φάσεις. Άρα το κλειδί είναι να υπάρχει ισορροπία μέσα στο παιχνίδι, και αυτό είναι κάτι που ο κ. Κλάτενμπεργκ προσπαθεί να δώσει αυτό το διάστημα, μια συνέπεια και μια ισορροπία στις αποφάσεις. Όχι για να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Αλλά για να μπορέσει ο διαιτητής να βρει τη γραμμή επέμβασης στο παιχνίδι που βοηθάει το παιχνίδι να πάει μπροστά, να μην χάνεται ο ρυθμός, να μην χάνεται η ομορφιά του παιχνιδιού. Και να υπάρχει μια συνέπεια στις αποφάσεις απέναντι και στις δυο ομάδες. Είναι μια ιδιότητα που έρχεται με την εμπειρία και αυτό είναι το πιο σημαντικό για έναν διαιτητή. Να καταλαβαίνει ο καθένας ότι δεν ‘γέρνει’ προς τη μια ή την άλλη ομάδα. Είναι κάτι πολύ δύσκολο η ισορροπία στις αποφάσεις! Χρειάζεται πολύ διάβασμα, πολλά ματς, πολλή δουλειά, πρέπει να μπεις στο βάθος της ουσίας των κανονισμών. Και να παρακολουθείς τους σπουδαίους διαιτητές! Ενας σπουδαίος διαιτητής δεν είναι σπουδαίος επειδή θα πάρει τη σωστή απόφαση σε μια δύσκολη φάση. Αλλά επειδή είναι εξαιρετικός μάνατζερ μέσα στο παιχνίδι».-Επηρεάζει το κοινό τους διαιτητές; Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο για έναν διαιτητή αυτή την περίοδο, με την απουσία των φιλάθλων;«Τα πρώτα χρόνια ναι, επηρεάζεσαι από το κοινό, γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν τα εντός και τα εκτός έδρας ματς. Αλλιώς θα παίζαμε όλοι σε ουδέτερα γήπεδα. Κατά τη γνώμη μου και τους ποδοσφαιριστές τους επηρεάζει, γι’ αυτό υπάρχουν και οι «καυτές έδρες» και οι λίγο πιο σοφτ. Στον διαιτητή η εμπειρία είναι αυτή που τελικά σε κάνει να μην επηρεάζεσαι τόσο πολύ όσο στο ξεκίνημα μιας καριέρας σου. Όσον αφορά την απουσία των οπαδών; Είναι πιο εύκολο, αλλά δεν είναι τόσο όμορφο. Το ποδόσφαιρο είναι οι ποδοσφαιριστές, οι προπονητές, ο φίλαθλος κόσμος, η κραυγή όταν βλέπεις ένα όμορφο γκολ. Υπάρχουν περιπτώσεις κάποιων γκολ που θες και εσύ ο ίδιος να χειροκροτήσεις! Ελλείψει του κόσμου το ποδόσφαιρο είναι λίγο μουντό, απρόσωπο και άσχημο. Όταν έβγαινα, ειδικά σε ντέρμπι, να ελέγξω τον αγωνιστικό χώρο υπήρχε καρδιοχτύπι, τώρα δεν υπάρχει αδρεναλίνη, είναι μια ίσια γραμμή, μια μονοτονία. Ήμουν τέταρτος διαιτητής στον τελικό του Europa League πέρυσι, είναι κρίμα σε μια τέτοια επιτυχία, να παίζω τελικό και να μην έχει κόσμο, ήταν κάτι που θα το ήθελα πολύ!».

– Θα θέλατε να αναφέρετε 4-5 “σκληρές” έδρες; «Στην Ευρώπη το επίπεδο διαφορετικό… “Σκληρή έδρα” με την έννοια που έχει στην Ελλάδα δεν υπάρχει τόσο πολύ. Πηγαίνεις σε ένα άγνωστο περιβάλλον με μία γλώσσα που προφανώς δεν γνωρίζεις και δεν καταλαβαίνεις, και είσαι και πιο συγκεντρωμένος. Στην Ελλάδα όλα τα μεγάλα γήπεδα είναι έδρες έντονες που μπαίνεις μέσα και το νιώθεις, σκληρές έδρες που μπαίνεις μέσα και χαίρεσαι το παιχνίδι! Όχι «κακές». Το ΟΑΚΑ είναι λίγο απρόσωπο, είναι πολύ μακριά οι φίλαθλοι, αλλά υπάρχουν γήπεδα όπως το «Καραϊσκάκης», το «Βικελίδης», η Τούμπα και η Νέα Φιλαδέλφεια… θα είναι το ίδιο όμορφο. Η Ελλάδα χρειάζεται γήπεδα γιατί ο κόσμος το αγαπάει. Το πρότζεκτ ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι πολύ υποτιμημένο, ενώ το πρωτάθλημά μας αγωνιστικά και από άποψη πίεσης είναι πολύ ενδιαφέρον. Αν είχαμε και γήπεδα θα γινόταν ακόμα πιο εξωστρεφές το ποδόσφαιρό μας, πιο ωραίο. Γιατί ο κόσμος θα πήγαινε σε γήπεδα που θα τον ευχαριστούσαν. Οι μεγαλύτερες ομάδες πρέπει να φτιάξουν γήπεδα για να ‘τραβήξουν’ τους άλλους. Γήπεδο δεν είναι μόνο οι κερκίδες, είναι και ο αγωνιστικός χώρος, τα αποδυτήρια, είναι γενικά οι παροχές που προσφέρεις στην ομάδα σου και στους φιλοξενούμενους, είναι το πιο βασικό εργαλείο των ποδοσφαιριστών. Υπάρχουν γήπεδα στο εξωτερικό που είναι τόσο καλός ο αγωνιστικός χώρος που νομίζεις ότι είναι ψεύτικος!».

– Πού έχετε φοβηθεί; «Ήταν ένα παιχνίδι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στην Λεωφόρο που είναι ένα στενό γήπεδο με δύσκολη πρόσβαση, δεν έχω φοβηθεί με την κυριολεκτική έννοια, απλά είναι δύσκολες οι καταστάσεις που πρέπει να διαχειριστείς. Δεν έχω φοβηθεί, απλώς είναι μερικές καταστάσεις πιεστικές, παρότι έχεις την αστυνομία δίπλα σου από το ξενοδοχεία μέχρι το γήπεδο».

-Ποια ήταν τα παιχνίδια που είχατε περισσότερο άγχος; «Στα ματς στην Ελλάδα είχα περισσότερο άγχος στα πρώτα μου βήματα, γιατί έγινα διεθνής πολύ γρήγορα-καλώς ή κακώς μέσα σε ένα χρόνο, ενώ κανονικά θέλεις δύο. Από το δεύτερο χρόνο εγώ ξεκίνησα να παίζω ντέρμπι ΑΕΚ – Παναθηναϊκός και ένα ΑΕΚ – Ολυμπιακός, παιχνίδια που είχα άγχος γιατί πολύ γρήγορα κλήθηκα να διαχειριστώ τις μεγάλες ομάδες. Με τον καιρό ξεφεύγεις από το άγχος, αποτελεί κάτι σύνηθες. Εγώ τα μεγάλα παιχνίδια θέλω πλέον, γιατί σου προσφέρουν διαφορετική αδρεναλίνη και έχουν άλλη ποιότητα, χωρίς φυσικά να υποτιμώ τα άλλα παιχνίδια, γιατί όλες οι ομάδες είναι σημαντικές. Δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές ομάδες. Υπάρχουν ομάδες που ακολουθούνται από περισσότερο και λιγότερο κόσμο. Ακόμα και στο τοπικό είναι πολύ σημαντικό, δεν υποτιμώ κανένα ματς. Και εκεί παίκτες υπάρχουν και θέλουν έναν δίκαιο διαιτητή».

– Θα μας εξηγήσετε με τους νέους κανονισμούς τι θεωρείται «χέρι – πέναλτι» και τι έχει αλλάξει στο οφσάιντ; «Όσον αφορά το χέρι – πέναλτι έχει αλλάξει τόσο πολύ ο κανονισμός τα τελευταία χρόνια… Χέρι θεωρείται από την ένωση του ώμου και κάτω, ενώ από εκεί και πάνω ότι μπορείς να σκοράρεις, όπως το ίδιο ισχύει και για το οφσάιντ, από την ένωση του ώμου και κάτω είναι, ενώ από πάνω όχι. Είναι λίγο δύσκολο και δυσνόητο το συγκεκριμένο γιατί και σαν VAR πρέπει να βρεις τις γραμμές και το κατάλληλο σημείο. Μια γενική εικόνα είναι ότι όταν το χέρι εκτείνεται περί τις είκοσι με τριάντα μοίρες έξω από το σώμα δεν θεωρείται φυσιολογική θέση. Το χέρι πάνω από τον ώμο πάντα θεωρείται χέρι, είτε η μπάλα έρχεται από συμπαίκτη είτε από αντίπαλο. Αυτό που δεν θεωρείται χέρι είναι όταν ο ίδιος ο παίκτης παίξει την μπάλα με το κεφάλι και το πόδι του στο χέρι του. Ο κανονισμός το 80% των επαφών το θεωρεί «χέρι». Τα χέρια πρέπει να κάνουν μια φυσιολογική κίνηση κοντά στο σώμα. Δεν θέλει παίκτες – ρομποτάκια ο κανονισμός με τα χέρια «δεμένα» πίσω από το σώμα, ούτε μας ζητείται κάτι τέτοιο. Το πιο άδικο από όλα είναι όταν υπάρχει ένα ακούσιο χέρι και αμέσως μετά μπαίνει γκολ. Τότε πρέπει να δούμε το VAR και αμέσως μετά ακυρώνεται το γκολ. Αυτό είναι κάτι δυσνόητο για τον περισσότερο κόσμο, γιατί είναι ένα ακούσιο χέρι, αλλά ο κανονισμός έχει γίνει έτσι και πρέπει να τον ακολουθούμε».

-Είναι μια εξελικτική διαδικασία οι κανονισμοί και το IFAB αποφασίζει; «Σίγουρα είναι μια εξελικτική διαδικασία και αποφασίζουν κάθε χρόνο. Αυτοί βλέπουν τι γίνεται λάθος και τι όχι. Εκτός από τους κανονισμούς οι οποίοι αποτυπώνονται στο laws of the game, υπάρχουν και οι οδηγίες οι οποίες μερικές φορές βλέπεις ότι στη διάρκεια της σεζόν δεν ‘βγαίνουν’ και έρχονται αλλαγές. Οπως η κίτρινη κάρτα στον τερματοφύλακα, αντί πέναλτι και αποβολή. Φέτος ας πούμε άλλαξε αυτό και αφήνει ένα περιθώριο στην πρώτη παράβαση να μη τιμωρηθείς, να τιμωρηθείς στη δεύτερη».

-Είμαστε σε μια περίοδο εδώ και μια τετραετία-πενταετία που αλλάζουν συνέχεια οι κανονισμοί. Δεν θα πρέπει να σταματήσει αυτό κάποια στιγμή;«Έχω την αίσθηση ότι και εκεί πλέον τείνουμε στο όριο. Υπήρξε μια περίοδος με πάρα πολλές αλλαγές που ακόμα και για εμάς ήταν δύσκολο. Φανταστείτε ότι είναι σαν να γράφετε με το δεξί χέρι και ξαφνικά μετά από είκοσι χρόνια να ξεκινάς να γράφεις με το αριστερό. Τώρα πια λόγω VAR κάποια πράγματα αλλάζουν και κάποια άλλα προσαρμόζονται. Όπως και το πρωτόκολλο του VAR μετά από κάποια χρόνια θα προσαρμοστεί, διότι από την έλευσή του δεν έχει αλλάξει και πάρα πολύ. Πιστεύω ότι το επόμενο διάστημα θα φτάσουμε σε ένα τελειωτικό κομμάτι και απλά θα υπάρχουν κάποιες ρυθμίσεις κάθε χρόνο με σκοπό να βελτιωθεί κι άλλο το ποδόσφαιρο. Κάποιες το πάνε πίσω το ποδόσφαιρο και αυτές ρυθμίζονται ή τις αυτορυθμίζει το ποδόσφαιρο».

– Αυτές οι μεγάλες αλλαγές πότε έγιναν και τι αφορούσαν;«Έγιναν το 2015 και αφορούσαν τις προφανείς ευκαιρίες, τις κόκκινες και τις κίτρινες κάρτες. Είχαν δίκιο που άλλαξαν κάποια πράγματα. Για παράδειγμα την τριπλή τιμωρία με αποβολή και πέναλτι, σίγουρα στοίχιζε πολύ σε μια ομάδα. Υπήρχαν τέτοιες διαδικασίες. Υπάρχουν και πολλά άλλα που φαντάζουν μικρά και σπάνια, όμως μπορούν να σου συμβούν σε ένα αγώνα οπότε πρέπει να είσαι ενήμερος για όλες τις αλλαγές».

-Είστε υπέρ των πέντε αλλαγών; Πιστεύετε ότι θα συνεχιστούν;«Σίγουρα στο πρώτο διάστημα της επανέναρξης ήταν σημαντικό γιατί οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν έτοιμοι μετά από μια τόσο μεγάλη αποχή. Δεν είμαι υπέρ των πέντε αλλαγών γιατί πιστεύω ότι είναι υπέρ των δυνατών ομάδων. Αν το βάλετε αριθμητικά θα δείτε ότι όταν μια ομάδα έχει 11 ποδοσφαιριστές-εκτός του τερματοφύλακα- αν κάνει πέντε αλλαγές αλλάζει τη μισή ομάδα! Δεν ξέρω και προπονητικά αν είναι καλό, αλλά και πάλι δίνει πλεονέκτημα σε αυτούς που έχουν βάθος πάγκου και μπορούν να βάζουν πέντε ξεκούραστους ισάξιους ποδοσφαιριστές. Αγωνιστικά έχουμε επιστρέψει νομίζω στην πλήρη κανονικότητα, δεν είναι τόσο συχνοί οι αγώνες όσο όταν έγινε η επανέναρξη των πρωταθλημάτων που έπρεπε να καλύψουμε το χαμένο έδαφος».

– Ξένοι διαιτητές στην Ελλάδα: Ηρθαν κάπως απότομα και καθιερώθηκαν. Θεωρείτε ότι αυτό είναι μια θετική ή μια βοηθητική έκβαση; «Νομίζω ότι κάνει κακό και δεν θα μιλήσω μόνο σαν διαιτητής γιατί πάνω από όλα αγαπώ το ποδόσφαιρο. Το κακό γίνεται στην νοοτροπία, και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει στο ποδόσφαιρό μας και κάνει κακό και στους ποδοσφαιριστές. Ενώ όλες οι ομάδες έχουν ακαδημίες και υπάρχουν τόσα πρωταθλήματα U21, U19, U17 στα οποία η Super League και η ομοσπονδία επενδύει τόσα πολλά χρήματα, στο τέλος της ημέρας βλέπουμε ελάχιστους παίκτες από αυτούς να καταφέρνουν να ανελιχθούν στις ομάδες τους, ενώ τελικώς μένουν να παίζουν στη Super League 2 ή και πιο κάτω. Δεν νοείται λοιπόν να κάνεις μια επένδυση που στο τέλος της ημέρας την πετάς στο καλάθι των αχρήστων. Αυτή η ξενομανία γενικά σε όλες τις πτυχές της ζωής κάνει κακό. Υπάρχουν Ελληνες ποδοσφαιριστές ισάξιοι ή και πολύ καλύτεροι από αμφιβόλου ποιότητας που έρχονται από το εξωτερικό. Και στο κομμάτι της διαιτησίας κάνει κακό. Φυσικά και έχουν υπάρξει διαιτητές που έχουν έρθει από το εξωτερικό, είναι εγνωσμένης αξίας και εξαιρετικής ποιότητας, αλλά από την άλλη πλευρά υπάρχουν και αυτοί που είναι υποδεέστεροι από τους Ελληνες, είτε σε κατηγορία, είτε σε ικανότητες. Υπήρχαν παιχνίδια στα οποία μπορούσαν να σφυρίξουν Ελληνες διαιτητές και έχουν παρουσιαστεί προβλήματα με τους ξένους. Αλλά οι ομάδες δεν διαμαρτυρήθηκαν. Η καχυποψία, λοιπόν, είναι αυτή που πρέπει να φύγει. Και να δοθεί ξανά η ευκαιρία στον Έλληνα διαιτητή να αποδείξει ότι μπορεί, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Νομίζω ότι το τελευταίο διάστημα με τον κ. Κλάτενμπεργκ οι ευκαιρίες που δίνονται στους Έλληνες διαιτητές είναι ακόμα περισσότερες και θα αυξηθούν περισσότερο στο μέλλον. Αυτό που οφείλουμε εμείς σαν Ελληνες διαιτητές να κάνουμε είναι να αποδείξουμε ότι μπορούμε. Και να διώξουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την καχυποψία από πάνω μας».

– Δεν έχουν μερίδιο ευθύνης, όμως και οι Έλληνες διαιτητές γι’ αυτό το κλίμα καχυποψίας στους φιλάθλους; Η’ είναι μόνο οι εξωτερικοί παράγοντες (μπούλινγκ, επιρροή από τρίτους) που τους επηρεάζουν; Θα διαχωρίσω τη διαιτησία στην προ VAR εποχή και μετά VAR εποχή. Προφανώς πριν από το VAR έχουν γίνει λάθη που ακόμα και σε εμάς τους ίδιους είναι δυσνόητα. Πολλά απ΄αυτά μπορούν να μπουν στη σφαίρα της καχυποψίας. Πολλά από αυτά όμως είναι ανθρώπινα. Μεγάλα λάθη, αλλά ανθρώπινα. Πριν τη VAR εποχή ο διαιτητής είχε μόνο μια ευκαιρία να δει τη φάση σε κλάσματα του δευτερολέπτου, οπότε καταλαβαίνετε ότι έτσι μπορεί να το είδε εκείνη τη στιγμή και να αποφάσισε. Στη μετά VAR εποχή νομίζω ότι πολλές φορές οι φωνές είναι άδικες, γιατί κρίνουμε τα λάθη ανάλογα με τον τρόπο που μας συμφέρει και το πώς θέλουμε να τα παρουσιάζουμε. Οι διαιτητές μέχρι πέρσι επικοινωνιακά ήταν ανίσχυροι. Ο κ. Κλάτενμπεργκ τώρα διαχειρίζεται διαφορετικά την κατάσταση με τα βίντεο που βγάζει κάθε εβδομάδα. Δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε. Για τον Ελληνα διαιτητή θεωρείται απαγορευμένο να μιλήσει ανοιχτά, υπάρχει μια μυστικοπάθεια, ενώ στο εξωτερικό είναι πιο ανοιχτά, μπορούν να μιλούν οι διαιτητές και να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήραν την κάθε απόφαση. Νομίζω, λοιπόν ότι είναι μεγαλύτερη η καχυποψία και λιγότερα τα λάθη. Υπάρχει αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι κάθε εβδομάδα ανήκουμε και σε μια διαφορετική ομάδα, σε κάποιο διαφορετικό μπλοκ…. Εγώ προφανώς αλλάζω και ομάδα ανάλογα με ποια ομάδα παίζω κάθε εβδομάδα, έχει κι αυτό την πλάκα του ας πούμε… Θεωρώ ότι με την έλευση του VAR όλο αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να ξεφύγουμε πια απ΄ όλο αυτό».

– Ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης των παραγόντων σε διαφορετικές περιόδους στο ελληνικό ποδόσφαιρο γι’ αυτή την καχυποψία που υπάρχει από το ΄80 μέχρι σήμερα; Και ποια είναι τα μέσα επηρεασμού ενός διαιτητή; «Ζούμε σε έναν ποδοσφαιρικό οργανισμό που οι ομάδες έχουν μια προσωποκεντρική διοίκηση, κάτι που στο εξωτερικό συμβαίνει σπάνια και ο τρόπος λειτουργίας είναι διαφορετικός. Σίγουρα υπήρξαν ισχυροί παράγοντες στο ποδόσφαιρό μας και ακόμα υπάρχουν, απλά πιστεύω ότι οι παράγοντες αποτελούν ένα μόνο κομμάτι του ποδοσφαίρου, γιατί τα πράγματα είναι σωρευτικά πολλά μαζί. Σίγουρα δεν είναι καλό να «ακολουθούμε» κάποιον επειδή είναι αυτός που είναι…Είναι και η ελληνική κοινωνία η οποία διέρχεται μια βαθιά κρίση τα τελευταία χρόνια και λόγω μνημονίων, οπότε αυτό σαφώς επηρεάζει και στα του ποδοσφαίρου και σε άλλα κομμάτια της ζωής. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και τα μίντια, τα κατευθυνόμενα προφανώς, όχι αυτά που τηρούν μια στάση ουδέτερη. Είναι ένα σύνολο πραγμάτων που τελικά επηρεάζει το ποδόσφαιρο, το οποίο είναι και αυτό σαν μια μικρή κοινωνία αν δούμε τη δομή του. Είναι λίγο απ΄όλα… Αν συνολικά δούλευαν καλύτερα όλα, τότε και το ποδόσφαιρό μας θα ήταν καλύτερο».

-Δέχεται μπούλινγκ ο Έλληνας διαιτητής αυτή την περίοδο; Πάνε καλύτερα τα πράγματα; «Τα πράγματα σίγουρα πάνε καλύτερα, αλλά και πάλι το μπούλινγκ είναι κάτι σχετικό και έχει να κάνει με την προσωπικότητα του διαιτητή, με τα όρια που αυτός θέτει. Και όχι τόσο με τα γραφόμενα. Μπορεί κάποια κριτική να είναι σωστή και καλοπροαίρετη και ένας διαιτητής να νιώθει ότι αδικείται και ότι είναι εκφοβισμός. Μπορεί, από την άλλη πλευρά, κάτι να είναι όντως μπούλινγκ και τον διαιτητή με ισχυρή προσωπικότητα να μην τον ενδιαφέρει… Πολλές φορές, λοιπόν, εξαρτάται από τον ίδιο τον διαιτητή. Κατά πόσο είναι ανοιχτός για να δέχεται μηνύματα ή κατά πόσο είναι διατεθειμένος να βάλει μια φραγή και να πει «μέχρι εδώ διαβάζω». Με τα social media υπάρχουν και οι haters, που πίσω από την ανωνυμία γράφουν ό,τι τους κατέβει. Εγώ ως επαγγελματίας ασχολούμαι όλο και λιγότερο με όλο αυτό».

– Περιστατικά ξυλοδαρμών όπως αυτά εναντίον του κ. Τζήλου, του κ. Ζωγράφου και πολλών άλλων, πώς τα εισέπραττες; Οταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, εκτός του ότι είναι απαράδεκτα και λυπηρά…Είναι άνθρωποι που τους ξέρεις, τους συναναστρέφεσαι τόσα χρόνια… Σίγουρα σου δημιουργούν ένα φόβο, κοιτάς και λίγο προς τα πίσω αλλά προσπαθείς και τα ξεπερνάς. Είναι περιστατικά βέβαια, τα οποία σε άλλες χώρες θεωρούνται απαράδεκτα -χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε τι συμβαίνει και εκεί. Δυστυχώς δεν έχουν επιλυθεί αυτές οι υποθέσεις, νομίζω κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να έχουν διαλευκανθεί. Ο χώρος της διαιτησίας είναι ένας χώρος που υποστηρίζει ο ένας τον άλλον, στηρίζουμε τους συναδέλφους και προσπαθούμε να βοηθούμε τους συναδέλφους να το ξεπεράσουν και τελικά να επιστρέψουν σε μια κανονικότητα. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι ο Έλληνας φίλαθλος και το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα θα πρέπει να εμπιστευτεί τον Έλληνα διαιτητή. Κατανοώ ότι προφανώς έχουν γίνει λάθη στο παρελθόν, πολλές φορές υπήρξαν δύσκολες αποφάσεις οι οποίες δεν αρέσουν σε πολλούς, όμως νομίζω πως τώρα πια κινούμαστε σε μια νέα εποχή. Η έλευση του κ. Κλάτενμπεργκ θα αλλάξει δραματικά κάποια πράγματα, ερχόμενος από μια ποδοσφαιρική νοοτροπία τελείως διαφορετική από τη χώρα μας. Το επόμενο διάστημα-όταν τελειώσει και ο κορονοϊός- που θα μπορούμε να συμμετάσχουμε σε σεμινάρια και να τον δούμε ακόμα περισσότερο από κοντά και να εμφυσήσουμε στη φιλοσοφία του, θα δουλέψουμε ακόμα καλύτερα. Αυτό που μένει είναι ο κόσμος να εμπιστευτεί τον Έλληνα διαιτητή, τις δυνατότητες, τον επαγγελματισμό του και την προσπάθεια που κάνει διότι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους ξένους διαιτητές. Αξίζει μιας ευκαιρίας ακόμα».

– Είστε 42 ετών, 11 χρόνια διεθνής, έχετε δύο Euro και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο μπροστά σας. Μεγαλύτερος στόχος σας;«Σίγουρα διανύω μια πολύ καλή φάση και εσωτερικά νιώθω γεμάτος. Γι’ αυτό που σταδιακά ονειρεύτηκα-γιατί θα έλεγα ψέματα ότι όταν ξεκινούσα αυτό το ταξίδι φανταζόμουν τέτοια καριέρα. Έχω ένα μότο που λέω «μικροί στόχοι, μεγάλα όνειρα». Πολλές φορές κατακτώντας μικρούς στόχους έρχεσαι πιο κοντά στο επιθυμητό, από το να κάνεις μεγάλα άλματα και να πέσεις. Ο μεγαλύτερος μου στόχος είναι μια μεγάλη διοργάνωση και σίγουρα θα αποτελέσει επιστέγασμα μιας καριέρας. Είναι όμως μια συλλογική προσπάθεια, δεν τα καταφέρνω μόνος μου. Eχω μια ομάδα που λειτουργεί γύρω μου, έχω δύο βοηθούς, έναν τέταρτο διαιτητή, την ομοσπονδία, την ΚΕΔ… Είναι ένα συλλογικό κομμάτι που στο τέλος της ημέρας νομίζω θα είναι επιστέγασμα προσωπικό μεν, αλλά και για την ελληνική διαιτησία και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Γιατί η Εθνική μας ομάδα απέχει αρκετά χρόνια από τις μεγάλες διοργανώσεις τα τελευταία χρόνια, όμως ακόμα και η ελληνική εκπροσώπηση ενός διαιτητή θα ήταν κάτι πολύ σημαντικό και ένα έναυσμα να δει ο κόσμος λίγο διαφορετικά τη διαιτησία. Βρισκόμαστε πια πολύ κοντά στο νήμα, οι επιλογές θα γίνουν τον Απρίλιο. Εγώ αυτό που οφείλω να κάνω είναι να αποδίδω καλά μέσα στο γήπεδο και από εκεί και πέρα η επιτροπή διαιτησίας ας αποφασίσει. Κρατάω πάντα μικρό καλάθι για να μην απογοητεύομαι εύκολα αλλά και να μην ενθουσιάζομαι εύκολα».

-Υπάρχει ηλικιακό όριο στο μυαλό σας; «Όχι. Σαν άνθρωπος από άποψη προπόνησης πάντα υπήρξα αθλητής. Εχω περάσει από αθλήματα όπως τρίαθλο, ποδόσφαιρο, στίβο (400 εμπόδια). Γενικώς μου αρέσει ο αθλητισμός πάρα πολύ και δεν βλέπω τον εαυτό μου να μην προπονείται, προφανώς ποιοτικότερα. Οσο αντέχω και όσο μπορώ θα βρίσκομαι σε αυτό το χώρο. Όχι τόσο για το οικονομικό, που σίγουρα έχει μια διάσταση, όσο γιατί αυτό που κάνεις σε γεμίζει. Το να βρίσκεσαι στα μεγάλα γήπεδα του εξωτερικού, να σου έρχεται το email με το ορισμό σου, είναι ένα δώρο τεράστιο. Σε γεμίζει! Είναι σαν να έρχεται για μένα ο Άγιος Βασίλης 10 με 15 φορές το χρόνο που παίζω τα ευρωπαϊκά ματς! Είναι μια επαναλαμβανόμενη χαρά η οποία δεν φθίνει με τον χρόνο και όσο με χαροποιεί και έχω τη σωματική δύναμη να το κάνω θα βρίσκομαι εκεί».

– Ποια είναι τα ωραιότερα ταξίδια που έχετε κάνει, τα πιο όμορφα γήπεδα; «Το πιο ωραίο γήπεδο από άποψη ατμόσφαιρας ήταν στη Σέλτικ. Μπορεί να έχω βρεθεί σε μεγαλύτερα γήπεδα, όμως η ατμόσφαιρα εκεί, όταν μπαίνεις και παίζει ο ύμνος του Champions League, είναι εκπληκτική! Οι άνθρωποι σε αυτές τις χώρες πραγματικά αγαπούν το ποδόσφαιρο. Το Καμπ Νου, το γήπεδο της Γιουβέντους… όταν μπαίνεις μέσα και έχει εκατό χιλιάδες κόσμο, αισθάνεσαι ένα δέος γιατί το βλέπεις από την τηλεόραση και ξαφνικά είσαι μέσα! Βλέπεις τους ποδοσφαιριστές, τα αποδυτήρια κάτι το οποίο για τον περισσότερο κόσμο δεν είναι απλά απίθανο, είναι μόνο στη σφαίρα της φαντασίας. Όλα αυτά τα μεγάλα γήπεδα, τα μεγάλα ονόματα… είναι κάτι ανεπανάληπτο».

– Μιλήστέ μας για τους μεγαλύτερους και πιο «δύσκολους» παίκτες που έχετε συναντήσει…«Ο Σουάρες στην Μπαρτσελόνα ήταν από τους πιο δύσκολους, όταν τους έπαιξα με την Αϊντχόφεν είχαμε τεράστια κόντρα. Πολύ δύσκολος παίκτης να τον κοντρολάρεις, πάρα πολύ! Αντιθέτως παίκτες όπως ο Μέσι ή ο Ρονάλντο, ο Ιμπραϊμοβιτς όλοι αυτοί οι μεγάλοι παίκτες είναι πάρα πολύ επαγγελματίες και φιλικοί, μπορείς να συζητήσεις μαζί τους στα αποδυτήρια και είναι φυσιολογικοί άνθρωποι όπως εμείς. Μπορεί με τους διαιτητές στα πρωταθλήματά τους που τους ξέρουν να είναι διαφορετικοί και να φωνάζουν, αλλά στο Τσάμπιονς Λιγκ έχουν διαφορετική αντιμετώπιση».

-Τι ενθύμια κρατάτε από τους αγώνες;«Κρατάω πάρα πολλά ενθύμια έχω μια τεράστια συλλογή από μπλούζες… Δεν ζητάω ενθύμια. Συνήθως οι ομάδες κάτι προσφέρουν. Τα κρατάω όλα γιατί κάποια στιγμή θέλω κάποια να τα χρησιμοποιήσω για φιλανθρωπικό σκοπό, θα κρατήσω κάποια δικά μου συνήθως κάποια μετάλλια που σου δίνουν σε κάθε διοργάνωση που πας, αυτά έχουν μεγαλύτερη αξία για εμένα. Έχω μια συλλογή πάνω από διακόσιες φανέλες που τις έχω στα αποδυτήρια μου, ένας χώρος που μου έχει παραχωρηθεί από το Δήμο στο γήπεδο και τα κρατάω εκεί».

– Ποια είναι τα πιο απίθανα που μπορεί να ζητήσουν οι φίλοι σας από τα ταξίδια σας;«Οι περισσότεροι μου ζητάνε μπλούζες, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο. Υπάρχει ένας διαχωρισμός και μου αρέσουν πάντα οι διακριτές γραμμές, κάποιες δεν μπορείς να τις προσπερνάς. Δεν θα πάω να ζητήσω τη φανέλα από έναν παίκτη… Δεν μου αρέσει. Αν μου τη φέρουν, καλώς. Αυτόγραφα μου ζητούν οι συμμαθητές του γιού μου, να δίνω γράμματα σε ποδοσφαιριστές… Εγώ πάντα προσπαθώ να ικανοποιήσω ένα αίτημα, γιατί πιστεύω ότι για τον ποδοσφαιριστή δεν είναι κόπος ένα αυτόγραφο. Ούτως η άλλως για αυτούς τους ανθρώπους παίζουν, για τον κόσμο, για τα παιδιά!».

-Τη στιγμή που έχετε πάρει μια απόφαση και έρχονται σαν μελίσσι οι παίκτες για να διαμαρτυρηθούν… Το κάνουν γιατί έτσι έχουν δει πως γίνεται από τα παλιά χρόνια, επειδή πιστεύουν ότι μπορούν να σας αλλάξουν την απόφαση, ή πάνω στο θυμό της στιγμής;«Νομίζω είναι περισσότερο συμπεριφορά και διαδικασία, γιατί όπως εμείς μελετάμε τους παίκτες και τα παιχνίδια, έτσι κι αυτοί μελετούν τους διαιτητές. Έχω την αίσθηση ότι δεν έχει να κάνει με την απόφαση που πήρες εκείνη τη στιγμή, όσο με την επόμενη απόφαση που θα σε πιέσουν και θα προσπαθήσουν να σε κάνουν να αμφισβητήσεις τον εαυτό σου, να νιώθεις ενοχές. Και εκεί γυρνάμε στην ισχυρή προσωπικότητα που πρέπει να έχει ένας διαιτητής. Το να σφυρίξει ένας διαιτητής και οι παίκτες να έρθουν πάνω του, το μόνο που έχουν να κερδίσουν είναι μια κίτρινη κάρτα και τίποτε άλλο. Οι ποδοσφαιριστές και οι παράγοντες θα πρέπει να καταλάβουν ότι αν σφυρίξεις ένα πέναλτι και είναι λάθος, τότε συμβουλεύεσαι τον VAR και θα αλλάξεις την απόφασή σου. Τόσο απλά, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Δεν είναι και ωραία εικόνα αυτή… Η UEFA δίνει μεγάλη σημασία στην εικόνα, και νούμερο ένα στα σεμινάρια είναι το mobbing. Το decision making είναι πιο κάτω. Στη διαχείριση των παικτών πρέπει να είσαι σε πολύ ψηλά στάνταρντ».

– Όταν σας βρίζουν οι παίκτες πώς αντιδράτε;«Βγάζεις κόκκινη κάρτα, απλά!»-Αυτό το είχατε κάνει στον Κατσουράνη…«Ναι, είχε έρθει τότε και με είχε βρίσει κατά πρόσωπο, τον απέβαλα και τελείωσε εκεί. Ήταν λίγο αθυρόστομος ως παίκτης, όμως και ένας εκπληκτικός παίκτης, πάντα game changer στην ομάδα του. Μπορεί ένας ποδοσφαιριστής να φεύγει και να βρίζει στον… αέρα. Είναι δύσκολο να τον αποβάλλεις σ΄ αυτή την περίπτωση γιατί δεν ξέρεις ακριβώς που απευθύνεται, είναι κάτι πολύ γενικό. Μπορεί να τον πιάσει η κάμερα που τον βλέπει κατά πρόσωπο, αλλά εσύ να είσαι από πίσω και να μην τον ακούς ή να μην ξέρεις τι έχει πει ακριβώς… Οπότε δεν μπορείς να τον αποβάλλεις γιατί… μάντεψες ότι μπορεί να σε έχει βρίσει».

– Ποιοι είναι πιο δύσκολοι παίκτες; Οι πονηροί ή αυτοί που κάνουν φασαρία και βρίζουν;«Οι πονηροί παίκτες, γιατί αυτόν που σου κάνει σαματά μπορείς να βρεις έναν έξυπνο τρόπο να τον φέρεις στα μέτρα σου, να τον διαχειριστείς και τελικά να σε βοηθήσει. Ο πονηρός όμως προσπαθεί να σε ξεγελάσει, όπως για παράδειγμα παλαιότερα να σου πάρει το πέναλτι, μια κάρτα…Βέβαια τώρα με το VAR είναι πιο δύσκολο… Οπως γίνεται και στη ζωή, οι πονηροί είναι και οι πιο κακοί και αυτοί που δεν θέλουν τελικά να τους διαχειριστείς».

– Ποιοι είναι οι πιο χαρακτηριστικοί τύποι παικτών;Υπάρχουν παίκτες οι οποίοι προσπαθούν με τη συμπεριφορά τους να βοηθήσουν την ομάδα τους. Και βοηθάω την ομάδα μου δεν σημαίνει μόνο ποδοσφαιρικά, αλλά και με τη συμπεριφορά απέναντι στο διαιτητή. Τελικά όταν ένας διαιτητής νιώθει ότι τον σέβονται, σέβεται και ο ίδιος διαφορετικά με θετικό αντίκτυπο. Υπάρχουν οι παίκτες που έρχονται να χαλάσουν το παιχνίδι και της ομάδας αλλά και το δικό σου, προκαλώντας εκνευρισμό. Αυτό έχει να κάνει συνήθως με λιγότερο ποιοτικούς παίκτες που θέλουν να δημιουργήσουν ντόρο και να χαλάσουν το ρυθμό του αγώνα, το οποίο είναι μια τακτική. Εχεις και τους παίκτες που συμπεριφέρονται με σεβασμό και προς τους αντιπάλους αλλά και προς το διαιτητή, το οποίο είναι και το μότο της UEFA: “RESPECT”. Σεβασμός στα πάντα. Στον διαιτητή, στη διαφορετικότητα, στο παιχνίδι του αντιπάλου, στο χρώμα. Υπάρχουν παίκτες που τους το έχω πει, ‘μακάρι να υπήρχαν έντεκα ποδοσφαιριστές όπως εσείς’, να μην υπάρχει αυτή η γκρίνια για το τίποτα, να χαίρεσαι το παιχνίδι. Χαρακτήρες διαφορετικοί παικτών υπάρχουν αρκετοί, το δύσκολο είναι να τους βρεις και να τους διαχειριστείς».

 

Ακολουθήστε το goalpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις